- θατεράληπτος
- θατεράληπτος, -ον (Α)1. αυτός που μπορεί να εκληφθεί με άλλη σημασία, που μπορεί να παρερμηνευθεί εύκολα2. αυτός που επαμφοτερίζει, που κλίνει και προς τα δύο μέρη, που δεν είναι σταθερός στην πίστη ή στη γνώμη του.[ΕΤΥΜΟΛ. < θάτερος + -ληπτος (< λαμβάνω), πρβλ. ανεπί-ληπτος, οινό-ληπτος, με μετατροπή τού συνδετικού φωνήεντος -ο- σε -α-, πιθ. κατ' αναλογίαν προς άλλα συνθ., όπως ακατά-ληπτος].
Dictionary of Greek. 2013.